Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Ο Ναός του Ορέστη


«Καμιά φορά ανακαλύπτουμε την μοναδική όψη που παίρνουν τα κρεβάτια, οι ντουλάπες με καθρέφτες, οι πολυθρόνες, τα ντιβάνια, τα τραπέζια, όταν τα βλέπουμε ξαφνικά στη μέση του δρόμου, στο κέντρο ενός διάκοσμου ασυνήθιστου, κάτι που συμβαίνει συχνά κατά τις  μετακομίσεις, ή σε ορισμένες συνοικίες, μπροστά στις πόρτες των παλαιοπωλών που εκθέτουν στο πεζοδρόμιο τα σημαντικότερα κομμάτια του εμπορεύματός τους. Τα έπιπλα εμφανίζονται τότε μέσα σ’ ένα καινούριο φως•  τα έχει επικαλύψει μια παράξενη μοναξιά ∙  μεταξύ τους γεννιέται μεγάλη οικειότητα, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια παράξενη ευτυχία περιίπταται σ’ αυτόν  τον στενό χώρο που καταλαμβάνουν στο πεζοδρόμιο, μέσα στην πολυάσχολη ζωή της πόλης και στο βιαστικό πηγαινέλα των ανθρώπων ∙  μια τεράστια και παράξενη ευτυχία αναδύεται απ’ αυτήν την ευλογημένη και μυστηριώδη νησίδα πάνω στην οποία μάταια θα έπεφταν με ορμή τα βρυχώμενα κύματα ενός αφηνιασμένου ωκεανού ∙ και  μεις  φανταζόμαστε ότι κάποιος περαστικός που βρίσκεται κάπου, εκεί κάτω μέσα στο πλήθος, στο μέσον της πόλης, εκεί όπου συγκεντρώνονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, και όπου με όλο και μεγαλύτερη ένταση στριγγλίζει η δραστηριότητα και η αδιάκοπη, τυραννική δουλειά των ανθρώπων, αφού θα καταλαμβανόταν ξαφνικά από απερίγραπτο τρόμο και πανικό, σαν τον Ορέστη όταν τον καταδίωκαν οι Εριννύες ή κάποιον εκθρονισμένο τύραννο κυνηγημένο από την ξέφρενη οργή του επαναστατημένου λαού, φεύγοντας σαν τρελός μπροστά στον κίνδυνο, θα γύρευε καταφύγιο στη νησίδα που σχηματίζουν τα αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο έπιπλα και θα βυθιζόταν σε μια πολυθρόνα, προστατευμένος από την καταδίωξη θεών και ανθρώπων. …  Έξω από τα σπίτια, τα έπιπλα είναι οι ναοί στους οποίους καταφεύγει ο Ορέστης. Οι Ερινύες σταματούν ανήμπορες στο κατώφλι τους και, μέσα στην πλήξη της αναμονής, στο τέλος αποκοιμούνται ροχαλίζοντας. »
«Σ’ αυτό το τοπίο είδαμε δυο χωρίσματα και μια καρέκλα. Ήταν το αντίθετο ενός ερειπίου. Κομμάτια ενός ανακτόρου του μέλλοντος »     _ Jean Cocteau, Opéra

De Chirico - από το ''Αγάλματα, έπιπλα και στρατηγοί''




Πραγματικά αντικείμενα τοποθετούνται περιστασιακά σε έναν πραγματικό χώρο στον οποίο δεν ανήκουν. Καταλαμβάνουν ένα στενό κομμάτι του πεζοδρομίου στο κέντρο της πόλης.
Μεταξύ τους αναπτύσσονται σχέσεις που δημιουργούν έναν εφήμερο τόπο προστασίας από την τυραννική πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων. Μια μυστηριώδης  νησίδα σχηματίζεται, καταφύγιο ξεκούρασης και απομόνωσης, μια εφήμερη κρυψώνα μέσα στο πλήθος.   



κρυφά δρομάκια της πόλης
 
  
ταξιδιωτικά αντικείμενα



μακέτα εργασίας
 
αναφορές





ανάπτυγμα εσωτερικού

ξεδίπλωμα του κουτιού


 




 
  
     

                                                     





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου